- καθήκω
- καθήκω (AM, Α ιων. τ. και κατήκω)φθάνω μέχρι ένα σημείο, φθάνω έως, κατεβαίνω, απολήγω (α. «ὁ γὰρ Ἄθως ἐστὶ ὄρος μέγα τε καὶ ὀνομαστόν, ἐς θάλασσαν κατῆκον», Ηρόδ.β. (για καταγωγή) «τῷ Νεοπτολέμου γένει, ὃ δὴ ἐς αὐτὸν καθῆκεν», Αρρ.)μσν.αντιλαμβάνομαι, κατανοώαρχ.1. (για χρόνο) α) καταφθάνω («ὁπότε καθήκοι ὁ χρόνος» — όταν φθάσει ο καιρός)β. συμπίπτω («ἑορτῆς εἰς τὰς ἡμέρας ἐκείνας καθηκούσης» — επειδή συνέπιπτε γιορτή εκείνες τις ημέρες, Πλούτ.)2. κατέρχομαι σε μάχη3. (για λόγο) έρχεται η σειρά κάποιου να μιλήσει («ἐπειδή... καθῆκεν εἰς ἡμᾱς ὁ λόγος», Αισχίν.)4. είμαι αρμόδιος, είμαι κατάλληλος, ταιριαστός («ταῑς καθηκούσαις ἡμέραις», Δημοσθ.)5. απρόσ. καθήκει«προσήκει», αρμόζει, ταιριάζει («οἷς καθήκει ἀθροίζεσθαι», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἥκω (ενεστ. με σημασία παρακμ. «έχω έλθει»)].
Dictionary of Greek. 2013.